- μαργωτήρα
- η зоол, электрический скат
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νάρκη — I (Βιολ.). Περιορισμός περισσότερο ή λιγότερο παρατεταμένος και βαθύς της ζωικής δραστηριότητας, που παρατηρείται σε διάφορα ασπόνδυλα και σπονδυλωτά ζώα (αλλά και σε φυτά, που το χειμώνα χάνουν τα φύλλα τους), όταν οι συνθήκες του περιβάλλοντος… … Dictionary of Greek
νάρκη — η 1. βιολογικό φαινόμενο κατά το οποίο διάφοροι οργανισμοί περιορίζουν το ρυθμό μεταβολισμού τους και τις δραστηριότητές τους για να ανταπεξέλθουν σε δυσμενείς συνθήκες του περιβάλλοντος: Χειμερινή νάρκη των φιδιών. 2. τάση για ύπνο, ληθαργική… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)